Το Εξοικονομώ ΙΙ αργεί και η αγορά «αγκομαχά»
Διαβάζω σε διάφορα Μέσα ενημέρωσης ότι το Εξοικονομώ ΙΙ βγαίνει από μέρα σε μέρα, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου κλπ. Τα ίδια έλεγαν και πριν από μήνες. Δεν θα σταθώ στο γεγονός ότι πρόκειται σαφώς για μη έγκυρη πληροφόρηση (γιατί όταν ανακοινώνεις κάτι τέτοιο πρέπει τουλάχιστον να γράφεις ότι «πιθανολογείται» κλπ, ειδικά όταν διαψεύδονται μετά οι προσδοκίες που δημιουργείς). Ωστόσο, πληροφοριακό σύστημα, το οποίο θα υποδεχθεί τις αιτήσεις δεν είναι εφικτό να είναι έτοιμο άμεσα καθώς η αποσφράγιση των προσφορών θα γίνει στις 7/11. Θα ακολουθήσει η προετοιμασία της πλατφόρμας (με ό,τι «παιδικές ασθένειες» μπορεί να προκύψουν) και κατόπιν θα ξεκινήσει το πρόγραμμα. Συνεπώς η αρχική μας εκτίμηση για Μάρτιο 2018 είναι απόλυτα βάσιμη.
Πιθανόν να παίξει σαν προεκλογική παροχή στην περίπτωση που έχουμε εκλογές τον Σεπτέμβριο 2018 που είναι και πολύ πιθανόν. Η ελληνική κυβέρνηση, διαχωρίζοντας τη θέση της από την ομάδα της ευρωπαϊκής αριστεράς GUE/NGL στην οποία ανήκουν οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, συντάχθηκε με τους συντηρητικούς ευρωβουλευτές, που θεωρούν ικανοποιητικό έναν στόχο εξοικονόμησης 30%.
Η στάση αυτή συνέπεσε χρονικά με τη δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης προόδου επίτευξης των εθνικών στόχων εξοικονόμησης, από την οποία φαίνεται πως η κατανάλωση ενέργειας στο διάστημα 2014-2015 έχει αυξηθεί κατά 6%, τη στιγμή που οφείλαμε να έχουμε μείωση 1,3%! Η μεγαλύτερη αύξηση (16%) σημειώθηκε, μάλιστα, στον τομέα που θεωρητικά απασχολεί ιδιαίτερα την κυβέρνηση, τα κτίρια κατοικίας, όπου καταγράφηκε εκτόξευση της χρήσης τζακιών.
Τα περασμένα χρόνια η εθνική αδράνεια στο ζήτημα της ενεργειακής αποδοτικότητας κρύφτηκε επιδέξια κάτω από το χαλί της οικονομικής ύφεσης, που έπεφερε την αναγκαστική μείωση της κατανάλωσης.
Η ενεργειακή ένταση (μονάδες ενέργειας/μονάδες ΑΕΠ), δείκτης που αποτυπώνει την συνολική αποδοτικότητα της οικονομίας, δεν άφησε όμως ποτέ περιθώρια αμφιβολίας. Μέσα στην κρίση (από το 2010) αυξήθηκε κατά 4,2%, τη στιγμή που ο αντίστοιχος δείκτης για την Ε.Ε. μειώθηκε κατά 12,5%, και ο εθνικός στόχος για το 2020 είναι η μείωση του κατά περίπου 15%.